ἀποπλεύσει

ἀποπλεύσει
ἀποπλέω
sail away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποπλέω
sail away
fut ind act 3rd sg
ἀποπλέω
sail away
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανάρμενος — η, ο (Α ἀνάρμενος, ον) (για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος νεοελλ. (για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει …   Dictionary of Greek

  • αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …   Dictionary of Greek

  • εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε …   Dictionary of Greek

  • επήρης — ἐπήρης, ες (Α) 1. ο εφοδιασμένος με κάτι 2. (για πλοία) εξοπλισμένος, αρματωμένος 3. ο εφοδιασμένος με κουπιά 4. ο έτοιμος να αποπλεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρης (< ερέτης*)] …   Dictionary of Greek

  • Αυλίδα — Αρχαία κωμόπολη της Βοιωτίας και σημαντικό λιμάνι του Ευβοϊκού κόλπου. Εκεί είχε γίνει η θυσία της Ιφιγένειας, κόρης του Αγαμέμνονα, για να εξευμενιστεί η Άρτεμη και να μπορέσει έτσι ο στόλος των Αχαιών, που είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ερεσός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.097 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ερεσού Αντίσσης. Η Ε. είναι αρχαιότατος οικισμός. Στη θέση Βίγλα ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη, που φημιζόταν για το… …   Dictionary of Greek

  • αποπλέω — ευσα 1. (για πλοία), φεύγω από εκεί που είμαι αγκυροβολημένος: Το καράβι θα αποπλεύσει στις οχτώ το βράδυ. 2. (για ανθρώπους), φεύγω με πλοίο: Θα αποπλεύσουμε αύριο το απόγευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”